ΜΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑ...


Σεπτέμβρης. Εφημερία. Γενική εφημερία. Ώρα, γύρω στις έντεκα το βράδυ. Δεν έχει πολλή δουλειά, η γρίπη δεν έχει χτυπήσει ακόμα για τα καλά, σοβαρά περιστατικά δεν έχουν προκύψει, μέχρι τώρα τουλάχιστον, όλα κινούνται στους ρυθμούς μιας συνηθισμένης εφημερίας. Δηλαδή μάλλον ρουτινιάρικα και χαλαρά. Άρα; Κυλικείο. Τραπεζάκι στο βάθος, ποτήρι αδιαφανές για να κρύβει το μη νόμιμο περιεχόμενο του και αναμονή. Αναμονή για παρέα και κουβέντα. Δεν γίνεται, όλο και κάποιος θα περάσει. Σκέψεις σκόρπιες, μπερδεμένες. Εκλογές. Η Αριστερά, με την ιδεολογική βιωματική της έννοια και όχι ως κομματικός σχηματισμός, προσωπικοί προβληματισμοί και αναζητήσεις, ζητήματα της δουλειάς, ενδοσκοπήσεις και αυτοκριτική, το καλοκαίρι που έφυγε... μα κυρίως μια βαθειά έντονη νοσταλγία, που τρυπάει τα σωθικά και εμφανίζεται με τους πρώτους νοτιάδες, συνεπέστατη σαν παλιό χειρουργείο, κάθε Σεπτέμβρη. Σεπτέμβρης του 1974. Τότε που άνοιγαν τα φοιτητικά αμφιθέατρα για τις πρώτες ελεύθερες συνελεύσεις και εκλογές. Τότε που ξαναγύριζαν στις σχολές και χανόντουσαν στις αγκαλιές μας φυλακισμένοι και εξόριστοι συμφοιτητές, φίλοι, σύντροφοι. Γελούσαμε. Όλη μέρα. Όλοι. Και τη νύχτα, στα ταβερνάκια των Εξαρχείων. Πάλι όλοι. Μαζί. Τότε που τα όνειρα, οι προσδοκίες για μεγάλες αλλαγές, ο έρωτας και οι μουσικές ήταν στους δρόμους κάτω από τα πανό και τις σημαίες. Άραγε τα πράγματα τότε, η ζωή, οι αξίες της, είχαν τις πραγματικές τους διαστάσεις, ή εμείς τα βλέπαμε έτσι; Αίγη σημασία έχει. Το σίγουρο είναι πως, εμείς, η γενιά μας, προλάβαμε και "'γνωρίσαμε τους ποιητές'". Ήταν καλά. Ζήσαμε τον μύθο μας. Από κάπου κρατιόμαστε. Μετά τα εξαργυρώσαμε. Σ' άλλους έμεινε κάτι, σ' άλλους τίποτα. Σε όλους το ουισκάκι και μια υποβόσκουσα ή και κραυγαλέα κατάθλιψη. Ακόμη και στους ''πετυχημένους'' . Διότι...και μετά; Τίποτα. Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι. Αναφορές στο ένδοξο παρελθόν ενίοτε με μπόλικη σάλτσα για λόγους φτηνού εντυπωσιασμού, 4X4,αναζήτηση νέου μοντέλου για αντικατάσταση του 4X4, ταξίδια πληρωμένα από εταιρείες, γκλαμουριά και δηθεναριό. Όλα σε έκδοση 4X4. Το απόλυτο κενό που δεν αναπληρώνεται από κανένα ''διευθυντιλίκι'', από καμιά διαμονή σε πεντάστερο ξενοδοχείο trendy προορισμών, ή τακτές βδομαδιάτικες οινοποσίες σε δήθεν λαϊκά ταβερνεία. Κι ο Μίμης, να έχει κάψει τελείως το μυαλό του, περιπλανώμενος τηλετροφοδότης των μηχανημάτων της AGB, και η Μαρία απλώς σαν να άλλαξε ταγιεράκι. Κρίμα. Πονάει. Κι ας τραγουδάει η Χαρούλα πως τίποτα δεν πάει χαμένο.

Με ποιόν να τα μοιραστείς λοιπόν όλα αυτά; Είναι άραγε η νοσταλγία μιας εποχής, μιας '' εύκολης ανάγνωσης και αναγνώρισης των αξιών; Σήμερα δηλ. τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα και άρα πιο δύσκολα; Μπορεί. Είναι μήπως τα χρόνια που περνάνε, η συνειδητοποίηση της ηλικίας και η κλασσική γεροντική αναδρομή στο παρελθόν; Μπορεί. Είναι το θολό έως γκρίζο μέλλον που σε ωθεί πίσω, εκεί που, κάτι θετικό έχεις να θυμάσαι; Κι αυτό μπορεί. Αντικειμενική αλήθεια δεν υπάρχει. 0 καθένας κρατάει ότι του πάει, ή ακόμη συμπληρώνει άλλους δέκα λόγους.

Ωπ! Ήρθανε τα παιδιά. Κατεβαίνουν τις σκάλες του κυλικείου. Νέα παιδιά. Οι αυριανοί θεράποντες μας. Οι ελπίδες για παρέα και κουβέντα, τροφοδοτούνται. Με τους περισσότερους, υπάρχει μια στοιχειώδης τουλάχιστον επικοινωνία. Με μερικούς μια μεγαλύτερη. Κάτι θα πούμε, κάπως θα φάμε την ώρα. Κάθονται θορυβωδώς εν μέσω πειραγμάτων, γέλιων, βλαστήμιας για την τύχη τους (κατά βάθος καμαρώνουν που γίνονται γιατροί κι ας γκρινιάζουν), αναφορά στο περιστατικό που μόλις είδαν, "κοινωνικός σχολιασμός'' για συναδέλφους τους, για τον επιμελητή τους που εφημερεύει από το σπίτι. Όταν τα πράγματα καταλαγιάσουν, φύγει το πρώτο ξέσπασμα της έντασης, κατέβουν και οι πρώτες γουλιές, η κουβέντα, έχει αρκετές πιθανότητες να γίνει σοβαρή. Είναι φανερό πως μας χωρίζει διαφορά φάσης. Είναι αλλού. Σωστό. Δουλεύουν σαν είλωτες, και προσπαθούν ταυτόχρονα να μάθουν. Αγωνιούν για το αύριο. Όχι μόνο το γενικό αύριο, αλλά ακόμη και για το ημερολογιακό δικό τους αύριο, την επόμενη τους δηλαδή, που έχουν να διαχειριστούν το περιστατικό τους, να παρακαλέσουν για την C/T που έπρεπε να γίνει από την περασμένη βδομάδα και ο επιμελητής τους θα στρίψει πιθανότατα δια του αρραβώνος. Κάποιοι προσπαθούν να επιβεβαιώσουν την εξουσία τους στις πλάτες των παιδιών. Των παιδιών που προσπαθούν να μάθουν την ιατρική, την γραφειοκρατία, τους κανόνες ενός αναξιοκρατικού παιχνιδιού που εμείς επιβάλαμε, τη ζωή την ίδια, να ζουν ιδρυματοποιημένοι, με όνειρα που φτάνουν μέχρι το επόμενο ΣΚ που θα είναι έξω. Κι όλα αυτά να κάθονται, πάνω σε ανοιχτά ζητήματα σχέσεων, οικονομικά, προσωπικά, οικογενειακά. Ο Νίκος, το έσκαγε από την εφημερία για καμιά ώρα, για να ταΐσει τον πατέρα του που... άνοια είχε, αλλά κάποιον να τον φροντίζει δεν είχε. Φυσικά για λόγους οικονομικούς.

Κι όταν λοιπόν η κουβέντα τείνει να γίνει σοβαρή, εκεί τα πράγματα σοβαρεύουν. Τα ενδιαφέροντα και η θεματολογία, περιορίζονται κατά τεκμήριον, από τους τοίχους του νοσοκομείου. Ζητήματα λειτουργίας, συνδικαλιστικά, η τύχη του ΕΣΥ ή ζητήματα σχέσεων, ακόμη και κουτσομπολιού, μονοπωλούν συνήθως την κουβέντα. Ακόμη όμως και σ'αυτά, ακούς μικρόψυχες προσεγγίσεις, ρηχές ερμηνείες, αλλά κυρίως βεβαιότητες. Σπάνια να ακουμπάμε την μήτρα των προβλημάτων, σπάνια ερωτήσεις. Μόνο απαντήσεις. Όχι ερωτήσεις κατ'ανάγκην στον ''σοφό'' ή τον ''μέντορα'' της παρέας, αλλά κυρίως προς τον εαυτό τους. Αυτή η διαρκής αναζήτηση και αμφισβήτηση των πάντων, ως παράγοντας εξέλιξης και κυρίως προσέγγισης του νοήματος των πραγμάτων και της ίδιας της ζωής, λείπει. Μήπως τα πράγματα δεν είναι μόνο έτσι; Μήπως υπάρχει και άλλη ανάγνωση ή όψη που δεν την βλέπω; Φαίνεται πως η κοινωνική διαφοροδιάγνωση, είναι πολύ πιο δύσκολη από την ιατρική, γιατί απλούστατα, αφορά τους εαυτούς μας, και η αναζήτηση κινδυνεύει να καταρρίψει μύθους και στερεότυπα που ίσως τα έχουμε ανάγκη. Μικρές και μεγαλύτερες βεβαιότητες-ετικέτες, αποδιδόμενες με την μέγιστη ευκολία, που αθροιζόμενες, συνθέτουν την αναπαραγωγή των ίδιων των δικών μας προτύπων. Των κακών προτύπων. Μικρομέγαλοι δηλαδή. Νοοτροπία Επιμελητή, πριν καν τελειώσει η ειδικότητα. Έτσι τα βρήκαμε, έχω ανάγκη την εύνοια του Διευθυντή, περαστικός είμαι, αύριο θα φύγω, εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα... και διάφορα τέτοια συντηρητικής προέλευσης ''επιχειρήματα'', τεκμηριώνουν την παθητικοποίηση. Συνεχίζεται αδιάλειπτη η διαδικασία της ενσωμάτωσης στο σύστημα. Καμιά συμμετοχή στις μικρές και σπάνιες ομολογουμένως, συλλογικές διαδικασίες του χώρου, ένταση όμως και εκνευρισμός όταν ανακύπτουν ζητήματα που τους αγγίζουν, τα οποία μάλλον δεν θα ανέκυπταν, αν απλώς, συμμετείχαν. Ένα από τα παιδιά αυτά, πριν καιρό, όταν του ειπώθηκε πως διαμαρτύρεται γιατί απλούστατα θέλει τώρα κι όχι αύριο, να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη επιμελητή του, το αποδέχθηκε με κυνισμό. Ένα εγώ, που υπερκαλύπτει τα πάντα. Εγώ να λύσω με οποιονδήποτε τρόπο το πρόβλημα μου, εγώ να αναδειχθώ, εγώ να μην φορτωθώ πολύ, εγώ να μην πάρω ευθύνη ή πρωτοβουλία, εγώ να φυλάξω τον κώλο μου... Παθογένεια της εποχής. Συλλογικό ίσον ύποπτο. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την έντεχνη και αρκετά πρώιμη καλλιέργεια υπέρμετρων προσδοκιών (ακόμη από τις εισαγωγικές εξετάσεις, ή είσοδος στην Ιατρική είναι ισοδύναμη με το κλειδί του παράδεισου),βιώνοντας ένα κοινωνικό γίγνεσθαι που στηρίζεται στην εντύπωση, στην εικόνα της στιγμής, στην βιτρίνα και ποτέ στην αποθήκη του καταστήματος, στην κοινωνία του ''φαίνεσθαι'' και όχι του είναι τότε αποκτούν πολύ μεγαλύτερη αξία απ' όση αντικειμενικά έχουν, το κυνήγι ενός και περισσοτέρων μεταπτυχιακών, οι καλές σχέσεις με τον Διευθυντή ή τον βουλευτή ή και με τους δυο, οι πολλές εργασίες, τα κλειδιά της BMW, η γκόμενα και όχι η αγαπημένη, το CV, η θέση του Διευθυντή. Είμαι αυτό που λένε τα χαρτιά κι όχι αυτό (το ανεπαρκές) που βλέπεις. Χάρτινη θεσμοθέτηση ασημαντοτήτων.

Ο Τσόμσκι λέει πως, τα καλλίτερα πράγματα στη ζωή, ούτε πουλιούνται, ούτε αγοράζονται. Ευτυχώς. Προσωπική, εσωτερική ευτυχία αγορασμένη με πιστωτική κάρτα, δεν υπάρχει. Πριν μερικά χρόνια, εκείνος, καταγόμενος από ένα άγονο ορεινό χωριό της Ηπείρου, στέλεχος πια μεγάλης ιδιωτικής τράπεζας, goldenboy, αποφάσισε να παρακολουθήσει κάποιο βράδυ συναυλία με ηπειρώτικη μουσική με τον Πετρολούκα Χαλκιά. Έτσι του' ρθε. Κάτι το έσπρωχνε πίσω. Πήγε. Ήπιε όσο τσίπουρο μπορούσε, πλάνταξε στο κλάμα όλη νύχτα, για να τον βρει το χάραμα στα σκαλάκια, να προσπαθεί να ξαναβρεί το χαμένο νόημα της ζωής του. Έβριζε τον δεύτερο αρχιτέκτονα που είχε προσλάβει για το σπίτι που έφτιαχνε στην Σταμάτα, γιατί ο πρώτος δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της συζύγου για play room με εσωτερική πισίνα. 0 αρχιτέκτονας ο καημένος πλήρωσε το μάρμαρο για τις δικές του επιλογές ζωής. Ποιος ξέρει. Μετά απ' αυτό το λυτρωτικό ξέσπασμα, μπορεί και να τα βρήκε με τον εαυτό του. Μακάρι. Ας είναι. Τα παιδιά αυτά, μπορεί να μην το έχουν διαβάσει στον Ελύτη. Σίγουρα όμως το έχουν ακούσει δια στόματος Αρβανιτάκη: Δεύτερη ζωή, δεν έχει. Δεν πρόκειται για πρόβα. Η ίδια η ζωή αυτοπροσώπως είναι εδώ. Από το πώς την ξοδεύεις, εξαρτάται το τι εισπράττεις. Αλήθεια, τι θέση να έχουν άραγε στη ζωή αυτών των παιδιών, η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η μουσική, το θέατρο, τα ταξίδια... Δεν τολμάς να ρωτήσεις, φοβούμενος την απάντηση.

Είναι ισοπεδωτική η προσέγγιση; Μήπως μερικά πράγματα διογκώνονται; Σίγουρα ναι, αλλά επιτηδευμένα, χωρίς πατερναλισμούς και ηθικοπλαστική διάθεση, μόνο και μόνο για να κατατεθεί μια ακόμη άποψη, μπας και φωτιστούν πλευρές, που δεν φωτίζονται συνήθως πίνοντας βιτριόλια είτε στον Αλέκο, ή στον κάθε Αλέκο, Θόδωρο, Δημήτρη, Βαγγέλη... Μακάρι αυτές τις αναζητήσεις, να τις κάνουν κατά μόνας χωρίς να τις κοινοποιούν. Μακάρι να ψάχνουν το νόημα της ζωής τους.

Τα παιδιά είναι όμως απέναντι, δίπλα, κουβεντιάζουν ήδη. Εσύ χαμένος στις σκέψεις σου. Μπορεί και να λένε πράγματα σαν κι αυτά που θα ευχόσουν να λένε, αλλά εσύ παγιδευμένος στο δικό σου εγώ, τις δικές σου εμμονές, δεν τους ακούς. Ακούς μόνο τον εαυτό σου. Τώρα δεν πρέπει να μιλήσεις. Ακούς; Ακου και προσπάθησε να καταλάβεις πίσω από τις λέξεις, τι ακριβώς προσπαθούν να πουν. Ακόμη και με την σιωπή τους. Μπορεί να έχουν τις ίδιες ανησυχίες, αλλά να τις εκφράζουν με διαφορετικό από τον δικό σου τρόπο. Άκου λοιπόν.

Μεγαλόστομες διαπιστώσεις, εκφερόμενες σχεδόν μπαλκονάτα, με απαντήσεις για όλα σχεδόν τα ζητήματα, που στο βάθος τους όμως κρύβουν γόνιμες ανησυχίες, μη δυνάμενες να τιθασευτούν από κομματικές εντάξεις ή συμπάθειες, μ' ένα ήθος εύκολα αναγνωρίσιμο, παιδική αφέλεια που αρκετές στιγμές σε εξοργίζει, ανεκπλήρωτοι έρωτες κινούμενοι σε κλισέ της προηγούμενης γενιάς, συνταγές για το πώς ''πέφτουν'' οι γκόμενες, βλέπει σχεδόν πάντα το δέντρο κι όχι το δάσος, με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια και παιδική αθωότητα, που σου στερεί τη δυνατότητα μερικές φορές να τον στείλεις κανονικά, μέγιστη αυτοσυγκράτηση μέχρι σιωπής, για να καλύψει σημαντικές εσωτερικές ευαισθησίες ίσως και φοβίες καλά κλειδωμένες, διότι αν τις ανακαλύψουν γινόμαστε ευάλωτοι, στρείδι δηλαδή με μπλούζα, ακουστικά και στοχοπροσήλωση που αφήνει την ζωή για αύριο, ή και μεθαύριο γιατί τώρα έχει άλλα πιο σοβαρά να ασχοληθεί, με οξύ μυαλό και οργανωτική συγκρότηση, φλύαρες και ανούσιες κουβέντες κυρίως για αυτοκίνητα, πολιτική από ποδοσφαιρική σκοπιά, σχέσεις ανδρών-γυναικών και ρόλων, με ταμπού και προκαταλήψεις ενός μακρινού παρελθόντος, με τις λέξεις αγάπη, έρωτας, ισότητα και ελευθερία στη σχέση, να προκαλούν θυμηδία. Είναι συγκλονιστικό να ακούς από νέα παιδιά, πως για να στεριώσει μια σχέση, πρέπει να την πας σε ακριβό εστιατόριο, να κάνεις ακριβά δώρα, να κρατάς μυστικά και να μην τα δίνεις όλα. Να κρατάς πισινή. Καχύποπτος και πάντα κουμπωμένος. Ούτε το ΚΚΕ στη βαθειά παρανομία. Μην ξανοίγεσαι, μην εμπιστεύεσαι. Τόσο πολύ λοιπόν έχουν προδοθεί που τρέμουν ακόμη και στην ιδέα να αφεθούν; Τι είδους σχέσεις είναι αυτές; Πηδηματικές ή λογιστικές; Κάνουμε σχέση επειδή μας έκανε κλικ, επειδή πρέπει, ή επειδή από την χρηματιστηριακή των συναισθημάτων μας είπαν πάρε αυτή την μετοχή-γυναίκα και μπορεί να σου κάτσει;

Θα μπορούσε κανείς να γράφει ατέλειωτες σελίδες για το προφίλ του μέσου ειδικευόμενου, του μέσου νέου ανθρώπου της κοινωνίας μας εν πολλοίς. Αυτά ήταν που βγήκαν στη διάρκεια της νύχτας, πρόχειρα, με σκοπό την προσωπική εκτόνωση. Στενοχωριέσαι όταν διαπιστώνεις, πως αντί αυτά τα παιδιά να είναι γεμάτα ενθουσιασμό και όνειρα, ξεχειλίζουν από επιφανειακούς θυμούς και κούραση. Αν τα πράγματα είναι όπως φαίνονται, προφανώς έχουν πέσει στα ρηχά. Ρηχές αναζητήσεις, ρηχά όνειρα, ρηχές σχέσεις. Φυσικά και δεν φταίνε τα παιδιά. Ποτέ δεν φταίνε τα παιδιά. Κι αν υπάρχει αυτή η σκληρή έως και εισαγγελική ματιά, δεν είναι γιατί κάποιοι είναι μοναδικοί εκφραστές της αλήθειας και παντογνώστες, αλλά γιατί πρέπει εμείς οι ίδιοι να είμαστε αυστηροί με τον εαυτό μας. Διότι είναι γνωστός ο φταίχτης. Εμείς. Εμείς, που προχτές γιορτάζοντας έναν ακόμη διευθυντή στην παρέα, πίνοντας μπύρες απέναντι, θυμηθήκαμε τη χούντα, τις αναλύσεις του Κονδύλη και του Γιαναρά, ξεχάσαμε όμως τα παιδιά. Κάτι σαν τους γέρους στον Αστέρι ξ. Ξεχάσαμε ακόμη και το τι έφταιξε συνολικά για να φτάσουμε στο σήμερα. Κι αν δεν θυμούνται τον Λοϊζο, την Βάσω Κατράκη, την Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Ξυλούρη, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Τάσο Λειβαδίτη, την Έλλη Λαμπέτη, και τον Νίκο Εγγονόπουλο, εμείς φταίμε. Παιδιά, συγνώμη. Βγείτε στο προσκήνιο, βγείτε μπροστά τώρα.

Προσπεράστε μας….

Άρθρο του Σωτήρη Μπότσιου, μετά την τελευταία του εφημερία (27/09/2009) αφού πλέον είναι διευθυντής του Οδοντιατρικού…

Σχόλιο: Εύχομαι να γράφεις συχνότερα και να ξυπνάς «κοιμώμενα» πνεύματα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου