Περίπου 40% των αιφνιδίων θανάτων σε νεαρές ηλικίες, κάτω των 35 ετών, φαίνεται ότι οφείλονται σε μυοκαρδίτιδα, μία φλεγμονή του μυοκαρδίου, που προκαλείται συνήθως από ιούς, ενώ σπανίως μπορεί να προκληθεί από αλλεργία σε φάρμακα.
Οι πιο συχνοί ιοί, οι οποίοι ενοχοποιούνται για την πρόκλησή της είναι οι εντεροϊοί, συνήθως ο κοξάκι, οι αδενοϊοί, οι παροβοϊοί τα χλαμύδια και οι ρικέτσιες. Ο ιός, μέσω του αίματος, μεταφέρεται στο μυοκάρδιο και δημιουργεί νέκρωση των μυοκυττάρων και φλεγμονή του μυοκαρδίου. Από παρατήρηση, που έγινε στο Ωνάσειο, προέκυψε ότι συχνότερα είναι τα χλαμύδια, σε νεαρές κυρίως ηλικίες.
«Η μυοκαρδίτιδα μπορεί να διαφύγει της προσοχής και αργότερα, ύστερα από μερικούς μήνες, να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια, όμως, αν ανατρέξουμε στο ιστορικό του ασθενή, διαπιστώνεται ότι προηγήθηκε λοίμωξη του γαστρεντερικού ή του αναπνευστικού συστήματος», ανέφερε ο αναπληρωτής διευθυντής του Β΄ καρδιολογικού τμήματος του Ωνάσειου, Σταμάτης Αδαμόπουλος, κατά τη διάρκεια του 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Καρδιολογίας «New Trends in Cardiology», που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Η μυοκαρδίτιδα μπορεί να εκδηλωθεί με τα συμπτώματα εμφράγματος του μυοκαρδίου (πόνος στο στήθος, αλλαγές στο καρδιογράφημα και αύξηση των ενζύμων στον ορό του αίματος), επίσης άμεσα σαν καρδιακή ανεπάρκεια, δηλαδή με δύσπνοια και εύκολη κόπωση, που στις ακραίες μορφές της μπορεί ο ασθενής να χρειαστεί μηχανική υποστήριξη της καρδιάς, έως ότου αναλάβει πάλι η καρδιά.
«Δεν σημαίνει βέβαια, ότι κάθε λοίμωξη, θα οδηγήσει σε μυοκαρδίτιδα. Ενενήντα στους εκατό ασθενείς, οι οποίοι έρχονται σε επαφή με τα μικρόβια, που προκαλούν μυοκαρδίτιδα, δεν θα την παρουσιάσει. Για να εκδηλωθεί χρειάζεται και γενετική προδιάθεση, αδιευκρίνιστη επί του παρόντος», συνέχισε ο κ. Αδαμόπουλος.
Η διάγνωση, αν εκδηλωθεί σαν έμφραγμα, γίνεται με ηλεκτροκαρδιογράφημα και ένζυμα, αν εκδηλωθεί σαν καρδιακή ανεπάρκεια με το υπερηχοκαρδιογράφημα. Και στις δύο περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια προσφέρει η μαγνητική τομογραφία, οποία μπορεί να ανιχνεύσει μυοκαρδίτιδα ακόμα και σε πολύ πρώιμα στάδια.
Όταν η μυοκαρδίτιδα εκδηλώνεται σαν έμφραγμα, συνήθως έχει πλήρη ύφεση, χωρίς να απαιτηθεί ιδιαίτερη φαρμακευτική αγωγή. Όταν όμως, εκδηλώνεται σαν καρδιακή ανεπάρκεια, οι πιθανότητες είναι μοιρασμένες. Δηλαδή, 50% παρουσιάζουν σταθερή χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, 25% προοδευτική επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας και 25% βελτίωση και πλήρη αποκατάσταση της λειτουργίας της καρδιάς.
«Όταν η καρδιακή ανεπάρκεια παραμένει για πολύ, χρήσιμη είναι η βιοψία του μυοκαρδίου με την μέθοδο PCR, η οποία δίνει πληροφορίες για το είδος του ιού ή των ιών, που προκάλεσαν τη μυοκαρδίτιδα και με την ανοσοϊστοχημεία, που δίνει πληροφορίες για την ύπαρξη, ή όχι, φλεγμονής. Τα αποτελέσματα της βιοψίας κατευθύνουν στη θεραπεία πέρα από τη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας. Όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη ιού χωρίς φλεγμονή, χορηγούνται αντιιϊκά φάρμακα ευρέως φάσματος και συνήθως ιντερφερόνη.
Όταν υπάρχει φλεγμονή χωρίς την παρουσία ιού γίνεται ανοσοκαταστολή συνήθως με κορτιζόνη ή αζαθειοπρίνη. Εδώ και 4-5 χρόνια εφαρμόζεται η νέα θεραπεία, η οποία απαιτεί εξειδικευμένα κέντρα μελέτης νεοεμφανιζόμενων περιστατικών μυοκαρδίτιδας και συνδυασμό ειδικοτήτων καρδιολόγου, παθολογοανατόμου, ανοσολόγου και λοιμωξιολόγου», κατέληξε ο κ. Αδαμόπουλος.
Πηγή: (ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου