Ένα ακόμη «όπλο» προστίθεται στη μάχη κατά της λευχαιμίας. Πρόκειται για ένα μονοκλωνικό αντίσωμα, το οποίο χορηγείται ήδη με επιτυχία στην αντιμετώπιση του μη – Hodgkin λεμφώματος. Το αντίσωμα ριτουξιμάμπη, έχει την ιδιότητα να δεσμεύεται σε μία συγκεκριμένη πρωτεΐνη – το αντιγόνο CD20 – στην επιφάνεια των υγιών και κακοηθών B-κυττάρων και, στη συνέχεια, επιστρατεύει τους φυσικούς μηχανισμούς άμυνας του σώματος για να επιτεθεί και να καταστρέψει τα κακοήθη B-κύτταρα.
Τα βλαστοκύτταρα (προγονικά B-κύτταρα) στο μυελό των οστών δεν διαθέτουν το αντιγόνο CD20, επιτρέποντας έτσι την αναγέννηση των υγιών B-κυττάρων μετά τη θεραπεία και την επιστροφή της συγκέντρωσης των Β-κυττάρων στα φυσιολογικά επίπεδα, ύστερα από μερικούς μήνες.
Οι κλινικές μελέτες έδειξαν η χορήγησή του μειώνει τις πιθανότητες υποτροπών και θανάτου στους ασθενείς με την πιο συχνά εμφανιζόμενη μορφή λευχαιμίας στους ενήλικες: τη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία. Με αυτά τα δεδομένα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΕΑ) έδωσε έγκριση για τη χρήση του μονοκλωνικού αντισώματος ριτουξιμάμπη σε συνδυασμό με οποιαδήποτε χημειοθεραπεία για τη θεραπεία ασθενών με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, που δεν έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία για τη νόσο. Η επέκταση της ένδειξης βασίζεται στα εντυπωσιακά, ιδιαίτερα σημαντικά αποτελέσματα της διεθνούς μελέτης CLL8, η οποία έδειξε ότι οι ασθενείς που έλαβαν τον συνδυασμό ριτουξιμάμπη με χημειοθεραπεία είχαν διάμεσο χρόνο 40 μήνες έως την εξέλιξη της νόσου, την εμφάνιση υποτροπής ή το θάνατο, σε σύγκριση με 32 μόνο μήνες για τους ασθενείς που έλαβαν μόνο χημειοθεραπεία.
Επί του παρόντος, η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία θεωρείται ανίατη και στόχος της θεραπείας είναι ο έλεγχος της νόσου μέσω της διαχείρισης των συμπτωμάτων και της παράτασης του χρόνου που οι ασθενείς ζουν χωρίς η νόσος τους να εξελίσσεται. Η μελέτη διεξήχθη με ευθύνη γερμανικής επιστημονικής ομάδας, υπό τον Καθηγητή Michael Hallek (Κολονία, Γερμανία).
Σε αυτήν συμμετείχαν 817 ασθενείς από 191 κέντρα σε 11 χώρες. «Τα δεδομένα από τη μελέτη CLL8 υποδηλώνουν ότι η ριτουξιμάμπη σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία έχει τη δυνατότητα να γίνει η καθιερωμένη θεραπεία για τη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία», δήλωσε ο Καθηγητής. Σχετικά με τη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία.
Η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία είναι η πιο συχνή μορφή λευχαιμίας σε ενήλικες, αποτελώντας το 30%-40% του συνόλου των περιστατικών λευχαιμίας. Η επίπτωσή της είναι τρεις άνθρωποι ανά 100.000, στους δε άνδρες εκδηλώνεται με διπλάσια συχνότητα.
Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι διαγιγκώσκονται περισσότερα από 300 νέα περιστατικά το χρόνο. Το 70% έως 80% των ασθενών διαγιγνώσκονται μετά την ηλικία των 55 ετών, ενώ η μέση ηλικία διάγνωσης εντοπίζεται περίπου μεταξύ των 65 και 70 ετών.
Αν και γενικά θεωρείται νόσος βραδείας εξέλιξης, ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών προσβάλλεται από ταχέως εξελισσόμενες μορφές της.
Σχετικά με τη ριτουξιμάμπη
Στην ογκολογία,
• Η ριτουξιμάμπη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών που δεν έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία με οζώδες λέμφωμα σταδίου III-IV σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία .
• Η θεραπεία συντήρησης με ριτουξιμάμπη ενδείκνυται σε ασθενείς με ανθεκτικό ή σε υποτροπή οζώδες λέμφωμα, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν σε αρχική θεραπεία με χημειοθεραπεία με ή χωρίς ριτουξιμάμπη.
• Η ριτουξιμάμπη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με οζώδη λεμφώματα σταδίου III-IV, που είναι ανθεκτικά στη χημειοθεραπεία ή που είναι στη δεύτερη ή σε επακόλουθη υποτροπή μετά τη χημειοθεραπεία.
• Η ριτουξιμάμπη ενδείκνυται, σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία CHOP (κυκλοφωσφαμίδη, δοξορουβικίνη, βινκριστίνη, πρεδνιζολόνη), για τη θεραπεία ασθενών με διάχυτο μη-Hodgkin λέμφωμα από μεγάλα Β κύτταρα με θετικό CD20.
Επιπλέον, στη ρευματολογία, η ριτουξιμάμπη σε συνδυασμό με μεθοτρεξάτη ενδείκνυται για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με σοβαρή ενεργό ρευματοειδή αρθρίτιδα, οι οποίοι είχαν ανεπαρκή ανταπόκριση ή δυσανεξία σε άλλα τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά φάρμακα (DMARD) συμπεριλαμβανομένης μίας ή περισσοτέρων θεραπειών αναστολής του παράγοντα νέκρωσης των όγκων (TNF). Μέχρι σήμερα, η ριτουξιμάμπη έχει χορηγηθεί σε περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο ασθενείς παγκοσμίως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου