«Πλεόνασμα» 20.000 Ελλήνων γιατρών

Ένα «πλεόνασμα» τουλάχιστον 20.000 ειδικευμένων κλινικών γιατρών, το οποίο αυξάνει χρόνο με τον χρόνο, διαθέτει η χώρα μας. Η υπερπαραγωγή γιατρών, που καταγράφεται με ένταση τις τελευταίες δύο δεκαετίες, έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να διαθέτει σε σχέση με τον πληθυσμό της τους περισσότερους εξειδικευμένους γιατρούς, που σε μεγάλο ποσοστό είτε είναι άνεργοι είτε υποαπασχολούνται. Είναι ενδεικτικό ότι στην Αθήνα σε ποσοστό τουλάχιστον 28% οι γιατροί είναι άνεργοι ή υποαπασχολούνται.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι σήμερα 17.500 Ελληνες γιατροί εργάζονται στο εξωτερικό. Τραγική ειρωνεία: η χώρα με την υπερπαραγωγή γιατρών έχει ελλείψεις στο δικό της σύστημα υγείας, αφού, λόγω κρίσης, είχαν «κλείσει» επί μία επταετία οι πόρτες του ΕΣΥ. Υπολογίζεται μάλιστα ότι οι κενές οργανικές θέσεις γιατρών στα δημόσια νοσοκομεία αγγίζουν τις 6.000. Συγχρόνως, έλλειμμα καταγράφεται στους γενικούς – οικογενειακούς γιατρούς, μια ειδικότητα που, αντικατοπτρίζοντας την κατάσταση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας της χώρας μας, δεν εκπροσωπείται από πολλούς γιατρούς σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Η υπερπαραγωγή εξειδικευμένων γιατρών στην Ελλάδα και η «υποπροσφορά» γενικών γιατρών καταγράφεται και σε μελέτη του υπουργείου Υγείας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η οποία αναφέρεται στην ειδική έκδοση για την «Εθνική Στρατηγική Υγείας και δράσεις του τομέα Υγείας στο ΕΣΠΑ 2014 – 2020». Σύμφωνα με τη μελέτη, στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 3.800 γενικοί γιατροί αντί των 8.140 που θα υπήρχαν εάν η χώρα διέθετε την ίδια «πυκνότητα» γενικών γιατρών που έχουν κατά μέσον όρο τα άλλα κράτη της Ευρώπης, που σημαίνει έλλειμμα τουλάχιστον 4.350 γενικών – οικογενειακών γιατρών. Αντίθετα, ο αριθμός των ειδικευμένων γιατρών βρίσκεται πολύ πάνω από το «σημείο αναφοράς» της Ε.Ε. Το 2014 υπήρχαν 42.647 ειδικευμένοι κλινικοί γιατροί στη χώρα μας, αντί των 20.283 που θα υπήρχαν εάν η Ελλάδα διέθετε την ίδια πυκνότητα με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης (για την εκτίμηση του μέσου όρου συνυπολογίστηκε και η αναλογία σε πληθυσμό). Πλεόνασμα καταγράφεται και στους ειδικευμένους εργαστηριακούς γιατρούς, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης διαθέτουμε περίπου 4.500 ειδικευμένους εργαστηριακούς γιατρούς, έναντι 600 εάν ακολουθούσαμε την ίδια πυκνότητα στους συγκεκριμένους επιστήμονες με αυτή που έχει κατά μέσο όρο η Ευρώπη.
Οπως αναφέρεται στη μελέτη του υπουργείου Υγείας, «συνολικά, λαμβανομένων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της χώρας, υπολογίζεται ότι υπάρχει ένα πλεόνασμα πάνω από 20.000 ειδικευμένους γιατρούς στη χώρα, πλεόνασμα το οποίο συνεχίζει να αυξάνει κάθε χρόνο».
Σχεδόν 70.000
Συνολικά ο αριθμός των γιατρών στην Ελλάδα (ειδικευμένοι και χωρίς ειδικότητα) κυμαίνεται γύρω στις 69.000. Αυτό μας φέρνει σταθερά τα τελευταία χρόνια στην 1η θέση μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ σε αναλογία γιατρών με πληθυσμό. Ετσι, στη χώρα μας αναλογούν 6,3 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους και ακολουθούν οι Αυστρία και η Ρωσία (5 και 4,9 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους αντίστοιχα). Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 3,3 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους, ενώ οι χώρες με τη μικρότερη αναλογία είναι η Κίνα, η Τουρκία και η Κολομβία, όπου αντιστοιχούν λιγότεροι από δύο γιατροί ανά 1.000 κατοίκους.
Το 2000 ο αριθμός των γιατρών έχει αυξηθεί σε σχεδόν όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε αναλογία με τον πληθυσμό. Η αύξηση αυτή ήταν ιδιαίτερα ραγδαία σε μερικές χώρες που ξεκίνησαν με χαμηλό αριθμό γιατρών όπως η Τουρκία, η Κορέα και το Μεξικό, αλλά και σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Αυστρία. Στην Ελλάδα ο αριθμός των γιατρών αυξήθηκε πολύ το διάστημα 2000 έως 2008 (από 47.250 σε 68.000) και έχει σταθεροποιηθεί έκτοτε.
Αντίθετα, η χώρα μας έχει πολύ λίγους νοσηλευτές σε σχέση με τον πληθυσμό της, αναλογικά με τις άλλες χώρες του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Στην Ελλάδα αντιστοιχούν 3,6 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ είναι 9,1 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, και σε χώρες όπως η Ελβετία, η Νορβηγία και η Δανία αντιστοιχούν περισσότεροι από 16 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους (στην «πρωταθλήτρια» Ελβετία η αναλογία είναι 17,4 προς 1.000).
Κατά μέσον όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ η αναλογία νοσηλευτών/τριών και γιατρών είναι 3 προς 1, όταν στην Ελλάδα είναι 0,6 προς 1. Σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Ιαπωνία, η Ιρλανδία και η Δανία η αντιστοιχία είναι τουλάχιστον 4,5 νοσοκόμες ανά γιατρό.
Το πιο «πυκνό» δίκτυο φαρμακείων στην Ευρώπη
Την υψηλότερη αναλογία φαρμακείων σε σχέση με τον πληθυσμό της συνεχίζει να κατέχει η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο, ο αριθμός των φαρμακοποιών που μπορούν να έχουν ιδιωτικό φαρμακείο ανέρχεται σε 10.800 (το διάστημα από 1/1/15 έως 31/12/2015 ήταν 11.214 και αποχώρησαν 390), ενώ λειτουργούν περίπου 9.500 ιδιωτικά φαρμακεία. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ευρωπαϊκού Συλλόγου Φαρμακοποιών (PGEU), τα περισσότερα φαρμακεία στην Ευρώπη έχουν η Τουρκία (24.827), η Γαλλία (22.455), η Ισπανία (21.854) και η Γερμανία (20.441). Η Ελλάδα με 9.500 φαρμακεία είναι στην 7η θέση και ακολουθεί το Βέλγιο με 4.929 φαρμακεία. Τα λιγότερα φαρμακεία λειτουργούν στο Λουξεμβούργο (101), στη Σλοβενία (324) και τη Δανία (368). Η Ελλάδα είναι μακράν η χώρα με το πιο πυκνό δίκτυο φαρμακείων ανά την Ευρώπη, αφού αντιστοιχούν 84 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους. Στη 2η θέση της σχετικής λίστας βρίσκεται η Κύπρος, με 55,5 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους, και η Βουλγαρία με 51 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους. Αντίθετα, στις χώρες που πιο δύσκολα βρίσκει κάποιος φαρμακείο συγκαταλέγονται η Δανία με 6,5 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους, η Ολλανδία με 11,80 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους και η Σουηδία με 14 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους.
Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου