Πώς τα βακτήρια του εντέρου ρυθμίζουν το στρες και τον ύπνο

 
Σε μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cell Metabolism, οι ερευνητές διερευνούν το ρόλο της μικροχλωρίδας του εντέρου στη ρύθμιση της ρυθμικότητας του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (HPA) και τις επιπτώσεις του στις αντιδράσεις στο στρες σε διαφορετικές ώρες της ημέρας.

Πώς η μικροχλωρίδα του εντέρου επηρεάζει το στρες;

Το στρες και το κιρκάδιο σύστημα, ενώ υπηρετούν διακριτούς ρόλους, συνδέονται μεταξύ τους μέσω του άξονα HPA και του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Η απόκριση στο στρες επιτρέπει την ταχεία αντίδραση στις απειλές, ενώ οι κιρκάδιοι ρυθμοί προβλέπουν περιβαλλοντικές αλλαγές.

Τα γλυκοκορτικοειδή, τα οποία είναι ορμόνες κεντρικές και για τα δύο συστήματα, ακολουθούν ένα καθημερινό μοτίβο που ελέγχεται από το κεντρικό ρολόι του εγκεφάλου, τον υπερχιασματικό πυρήνα (SCN). Αυτή η ρυθμική έκκριση μπορεί να επηρεάσει τις αντιδράσεις στο στρες με βάση την ώρα της ημέρας, με υψηλότερη ανθεκτικότητα στην κιρκαδική αιχμή από ό,τι στο κατώφλι.

Η μικροχλωρίδα του εντέρου επηρεάζει τη λειτουργία του εγκεφάλου μέσω του άξονα HPA, ιδιαίτερα σε περιοχές όπως ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή, που ρυθμίζουν το στρες. Τα βακτήρια του εντέρου υφίστανται επίσης καθημερινούς κύκλους που υποστηρίζουν τη μεταβολική υγεία και η διακοπή αυτών των κύκλων έχει ως αποτέλεσμα ακανόνιστα επίπεδα γλυκοκορτικοειδών και μειωμένες αντιδράσεις στο στρες.

Αν και προηγούμενες μελέτες έχουν εξερευνήσει αυτές τις συνδέσεις χωριστά, ο ολοκληρωμένος ρόλος της μικροχλωρίδας του εντέρου στον συντονισμό του στρες και των κιρκάδιων ρυθμών παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητος. Ως εκ τούτου, στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές διερευνούν πώς η μικροχλωρίδα του εντέρου ρυθμίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ των κιρκάδιων ρυθμών και της απόκρισης στο στρες.

Σχετικά με τη μελέτη

Στην τρέχουσα μελέτη, η επίδραση της μικροχλωρίδας του εντέρου στη λειτουργία του άξονα HPA αξιολογήθηκε συγκρίνοντας τη μικροβιακή σύνθεση σε ποντίκια με εξάντληση μικροβίων μέσω αντιβιοτικής θεραπείας (ABX) ή συνθηκών χωρίς μικρόβια (GF). Επιπλέον, ορισμένα ποντίκια έλαβαν μεταμόσχευση μικροβίων κοπράνων (FMT) από ποντίκια GF ή ABX.

Το οξύ περιοριστικό στρες χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση των απαντήσεων στο στρες, κατά την οποία μετρήθηκαν τα επίπεδα γλυκόζης και κορτικοστερόνης στο αίμα. Οι δοκιμές συμπεριφοράς περιλάμβαναν αμοιβαία κοινωνική αλληλεπίδραση και τεστ ανοιχτού πεδίου.

Δείγματα ιππόκαμπου, αμυγδαλής, υπόφυσης και επινεφριδίων συλλέχθηκαν για εκχύλιση ριβονουκλεϊκού οξέος (RNA). Η γονιδιακή έκφραση ποσοτικοποιήθηκε με ποσοτική ανάλυση αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης σε πραγματικό χρόνο (RT-PCR).

Τα επίπεδα κορτικοστερόνης, αδρενοκορτικοτροπικής ορμόνης (ACTH) και κατεχολαμινών στο πλάσμα μετρήθηκαν με ενζυμική ανοσοπροσροφητική δοκιμασία (ELISA) σε διαφορετικές ώρες της ημέρας για την αξιολόγηση των κιρκάδιων ρυθμών. Ο προσδιορισμός της αλληλουχίας του μικροβιακού DNA με κυνηγετικό όπλο πραγματοποιήθηκε για ταξινομική και λειτουργική ανάλυση, ενώ η αλληλουχία RNA και η μεταβολομική χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των αποκρίσεων των ιστών.

Τα δεδομένα ενοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας ανάλυση πολλαπλής ωμικής. Η στατιστική ανάλυση περιλάμβανε γραμμικά μοντέλα, ανάλυση κύριων συστατικών και ανάλυση εμπλουτισμού για την εξέταση των αλληλεπιδράσεων εντέρου-εγκεφάλου.

Ευρήματα μελέτης

Η μικροχλωρίδα του εντέρου, ιδιαίτερα τα είδη Lactobacillus όπως ο Limosilactobacillus reuteri, επηρεάζουν τις καθημερινές διακυμάνσεις στα επίπεδα κορτικοστερόνης. Σε ποντικούς GF και ABX, ο χρόνος και η ένταση της έκκρισης κορτικοστερόνης άλλαξαν.

Πιο συγκεκριμένα, τα ποντίκια GFεμφάνισαν μια μετατόπιση στα μέγιστα επίπεδα κορτικοστερόνης στη σκοτεινή φάση, ενώ τα ποντίκια ABX είχαν υψηλότερα επίπεδα κορτικοστερόνης σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, υποδεικνύοντας έτσι διαταραχές στους φυσικούς ρυθμούς του σώματος. Αυτές οι αλλαγές αντικατοπτρίστηκαν επίσης σε περιοχές του εγκεφάλου όπως ο υποθάλαμος (SCN), ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή, που ρυθμίζουν τους κιρκάδιους ρυθμούς και το στρες.

Η έκφραση βασικών κιρκαδικών γονιδίων και γονιδίων που σχετίζονται με το στρες άλλαξε σε αυτές τις περιοχές, όπως και η απώλεια ρυθμού σε αυτές τις περιοχές, η οποία συσχετίστηκε με αλλαγές στην απελευθέρωση κορτικοστερόνης. Ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή εμφάνισαν διαταραγμένα μοτίβα στα γονίδια που σχετίζονται με την απόκριση στο στρες, γεγονός που μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία σε διαταραχές όπως η κατάθλιψη.

Η μικροβιακή εξάντληση οδήγησε σε αλλαγές στον μεταβολισμό του εγκεφάλου, ιδιαίτερα στα μονοπάτια που σχετίζονται με το γλουταμικό, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για τις αντιδράσεις στο στρες. Η αλλοιωμένη γονιδιακή έκφραση στον υποθάλαμο και την υπόφυση μείωσε επίσης τη διαπερατότητα του αιματοεγκεφαλικού φραγμού.

Συμπεριφορικά, τα ποντίκια ABX εμφάνισαν λιγότερη κοινωνική αλληλεπίδραση μετά από έκθεση στο στρες, ιδιαίτερα σε ορισμένες ώρες της ημέρας. Ωστόσο, η συμπεριφορά των ποντικών κανονικοποιήθηκε όταν τα επίπεδα κορτικοστερόνης ακολούθησαν τυπικά πρότυπα αργότερα μέσα στην ημέρα. Αυτές οι αλλαγές συμπεριφοράς επιβεβαιώθηκαν περαιτέρω χρησιμοποιώντας έναν αναστολέα σύνθεσης κορτικοστερόνης, ο οποίος απέτρεψε τις βλάβες συμπεριφοράς που προκαλούνται από το στρες.

Πειράματα μεταφοράς μικροβίων κοπράνων έδειξαν ότι ο Lactobacillus reuteri θα μπορούσε να επηρεάσει άμεσα τα επίπεδα κορτικοστερόνης, υποστηρίζοντας περαιτέρω τον ρόλο συγκεκριμένων βακτηρίων του εντέρου στη ρύθμιση των αντιδράσεων στο στρες.

Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τον ολοκληρωμένο ρόλο της μικροχλωρίδας του εντέρου στη ρύθμιση τόσο του κιρκάδιου ρυθμού όσο και της απόκρισης στο στρες, με πιθανές επιπτώσεις για την κατανόηση των διαταραχών που σχετίζονται με το στρες και τη βελτίωση της υγείας.

Συμπεράσματα

Η μικροχλωρίδα του εντέρου ρυθμίζει την ανταπόκριση στο στρες μέσω της ημερήσιας ρυθμικότητας, όπου επηρεάζει βασικές περιοχές του εγκεφάλου.

Journal reference:
  • Tofani, G. S. S., Leigh, S., Gheorghe, C. E., et al. (2024). Gut microbiota regulates stress responsivity via the circadian system. Cell Metabolismdoi:10.1016/j.cmet.2024.10.003

Υψηλή αρτηριακή πίεση, ακανόνιστοι καρδιακοί παλμοί και κάπνισμα παράγοντες κινδύνου για πιο σοβαρά εγκεφαλικά επεισόδια


 Η υψηλή αρτηριακή πίεση, ο ακανόνιστος καρδιακός παλμός (κολπική μαρμαρυγή) και το κάπνισμα είναι παράγοντες κινδύνου που συνδέονται όχι μόνο με υψηλότερο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου, αλλά και με πιο σοβαρό εγκεφαλικό, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό τεύχος του ιατρικού περιοδικού της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας «Neurology».

Στη μελέτη συμμετείχαν σχεδόν 27.000 άτομα από 32 χώρες με μέση ηλικία 62 ετών. Τα μισά άτομα είχαν υποστεί εγκεφαλικό και τα μισά όχι. Από τα άτομα με εγκεφαλικό επεισόδιο, τα 4.848 είχαν σοβαρό εγκεφαλικό και 8.612 ήπιο έως μέτριο εγκεφαλικό. Ως σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο χαρακτηρίστηκαν οι συνέπειες που κυμαίνονται από την αδυναμία βάδισης ή αυτοεξυπηρέτησης χωρίς βοήθεια έως την ανάγκη συνεχούς νοσηλευτικής φροντίδας και τον θάνατο. Το ήπιο έως μέτριο εγκεφαλικό επεισόδιο ορίστηκε ως έκβαση που κυμαίνεται από το να μην έχει ο ασθενής κανένα σύμπτωμα έως το να χρειάζεται βοήθεια στην προσωπική φροντίδα, αλλά να μπορεί να περπατήσει χωρίς βοήθεια άλλου ατόμου.

Οι ερευνητές προσδιόρισαν του ακόλουθους παράγοντες κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο: αρτηριακή πίεση υψηλότερη από 140/90 mmHg, κολπική μαρμαρυγή, διαβήτης, υψηλή χοληστερόλη, κάπνισμα, χρήση αλκοόλ, ποιότητα διατροφής, σωματική αδράνεια, ψυχολογικό και κοινωνικό στρες και υπερβολικό σωματικό λίπος γύρω από τη μέση. Στη συνέχεια συνέκριναν πόσο σημαντικοί ήταν οι παράγοντες κινδύνου για σοβαρό ή ήπιο έως μέτριο εγκεφαλικό επεισόδιο σε σχέση με τα άτομα που δεν είχαν υποστεί εγκεφαλικό.

Όπως διαπιστώθηκε, τα άτομα με υψηλή αρτηριακή πίεση είχαν 3,2 φορές περισσότερες πιθανότητες να πάθουν σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και 2,9 φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν ήπιο έως μέτριο εγκεφαλικό επεισόδιο σε σχέση με τα άτομα χωρίς υψηλή αρτηριακή πίεση. 

Επίσης, ότι τα άτομα με κολπική μαρμαρυγή είχαν 4,7 φορές περισσότερες πιθανότητες για σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και 3,6 φορές περισσότερες πιθανότητες για ήπιο έως μέτριο εγκεφαλικό επεισόδιο σε σχέση με τα άτομα χωρίς κολπική μαρμαρυγή. 

Τέλος, τα άτομα που κάπνιζαν είχαν 1,9 φορές περισσότερες πιθανότητες να πάθουν σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και 1,7 φορές περισσότερες πιθανότητες να πάθουν ήπιο έως μέτριο εγκεφαλικό επεισόδιο σε σχέση με όσους δεν ήταν νυν καπνιστές.

Τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν τη σημασία της διαχείρισης των παραγόντων κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο, ιδίως της υψηλής αρτηριακής πίεσης, της κολπικής μαρμαρυγής και του καπνίσματος, προκειμένου να αποφευχθεί το σοβαρό, αναπηρικό εγκεφαλικό επεισόδιο.


10 σημάδια ότι το σάκχαρο στο αίμα σας είναι πολύ υψηλό


 Η ρύθμιση του επιπέδου γλυκόζης ή αλλιώς σάκχαρο όπως συχνά αναφέρεται είναι ένας κρίσιμος παράγοντας για τη διατήρηση της καλής υγείας.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για άτομα με διαβήτη, αλλά και για όσους θέλουν να διατηρήσουν ένα υγιές βάρος και ενέργεια. Υψηλά επίπεδα σακχάρου μπορούν να οδηγήσουν σε μακροχρόνιες επιπλοκές υγείας.

Κανονικά, το σώμα σας παράγει ινσουλίνη αυτόματα, για παράδειγμα, όταν έχετε φάει ένα γεύμα με πολλούς υδατάνθρακες. Η ποσότητα των υδατανθράκων κάνει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα σας να ανεβαίνουν, αλλά η ινσουλίνη κάνει τα επίπεδα αυτά να πέφτουν ξανά.

Μπορείτε να φανταστείτε ότι αυτή η διαδικασία δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε όταν το σώμα σας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη. Τα πολύ υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι επικίνδυνα, γι’ αυτό και σας παρουσιάζουμε δέκα σημάδια που θα σας βοηθήσουν να το αναγνωρίσετε.

Δες τις 8 τροφές που ρίχνουν άμεσα το σάκχαρο

Η καθημερινή λήψη πολυβιταμινών δεν συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου


Δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ της τακτικής χρήσης πολυβιταμινών από υγιείς ενήλικες και του χαμηλότερου κινδύνου θανάτου, όπως διαπίστωσε μεγάλη ανάλυση δεδομένων από σχεδόν 400.000 ενήλικες στις ΗΠΑ.

Πολλοί ενήλικες στις ΗΠΑ λαμβάνουν πολυβιταμίνες με την ελπίδα να βελτιώσουν την υγεία τους. Ωστόσο, τα οφέλη και οι βλάβες από την τακτική χρήση πολυβιταμινών παραμένουν ασαφή. Στη συγκεκριμένη έρευνα, αναλύθηκαν δεδομένα από τρεις γεωγραφικά διαφορετικές μελέτες που αφορούσαν συνολικά 390.124 υγιείς ενήλικες στις ΗΠΑ, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για περισσότερα από 20 χρόνια.

Η ανάλυση έδειξε ότι τα άτομα που έπαιρναν καθημερινά πολυβιταμίνες δεν είχαν χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία σε σχέση με τα άτομα που δεν έπαιρναν πολυβιταμίνες. Δεν υπήρχαν επίσης διαφορές στη θνησιμότητα από

Υψηλά επίπεδα σωματικού λίπους σχετίζονται με την ανάπτυξη Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον

Άτομα με υψηλά επίπεδα σωματικού λίπους αποθηκευμένου στην κοιλιά ή στα χέρια μπορεί να έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ασθένειες, όπως το Αλτσχάιμερ και το Πάρκινσον, σε σύγκριση με άτομα με χαμηλά επίπεδα λίπους σε αυτές τις περιοχές, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε διαδικτυακά στο ιατρικό περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας «Neurology».

Στη μελέτη συμμετείχαν 412.691 άτομα με μέση ηλικία τα 56 χρόνια και παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για εννέα χρόνια. Στην αρχή της μελέτης έγιναν μετρήσεις για τη σύσταση του σώματος, όπως μετρήσεις μέσης και ισχίου, δύναμη λαβής, οστική πυκνότητα, λίπος και άλιπη μάζα.

Το σύμπαν του μικροβιώματος και η σχέση του με την καρκινογένεση

 


Συμβιώνουμε με 100 τρισεκατομμύρια μικροοργανισμούς και νοσούμε όταν αυτή η συμβίωση διαταράσσεται. Οι δυνατότητες παρέμβασης με προβιοτικά και τα μελλοντικά φάρμακα.

"Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι φιλοξενούμενος στο σύμπαν των μικροβίων". Με αυτή τη φράση η καθηγήτρια Μικροβιολογίας στο ΑΠΘ, Γεωργία Γκιούλα, έδωσε το στίγμα του μεγέθους του ανθρώπινου μικροβιώματος, που αποτελείται από 100 τρισεκατομμύρια μικροοργανισμούς. Η συμβίωσή μας με αυτό περιγράφεται διεθνώς με την ελληνική λέξη ευβίωση (eubiosis). Όταν αυτή η σχέση διαταράσσεται, περνάμε στη δυσβίωση (dusbiosis), που πολλές φορές οδηγεί σε διάφορα νοσήματα, μεταξύ αυτών και ο καρκίνος.

Μιλώντας στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Θεραπευτικής του Καρκίνου, που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη, η κ. Γκιούλα περιέγραψε το "σύμπαν" του μικροβιώματος και την σχέση του με την ογκολογία. Αναφέρθηκε στις δυνατότητες παρέμβασης στο μικροβίωμα μέσω της χορήγησης προβιοτικών, ενώ διατύπωσε την εκτίμηση ότι σύντομα θα υπάρξουν και φαρμακευτικές παρεμβάσεις.

Ανθρώπινο μικροβίωμα

Το ανθρώπινο μικροβίωμα είναι το σύνολο των μικροοργανισμών - βακτήρια, ιοί, μύκητες, αρχαία - μαζί με τη γενετική πληροφορία που αυτά φέρουν, καθώς και το περιβάλλον με το οποίο αλληλεπιδρούν. Το 90% των κυττάρων στο σώμα μας είναι βακτηριακά και η συντριπτική πλειοψηφία τους ανευρίσκεται στο παχύ έντερο.

Στη διεθνή βιβλιογραφία το μικροβίωμα αναφέρεται ως ένα επιπλέον όργανο που φέρουμε, το οποίο ζυγίζει από 400 ως 1.200 γραμμάρια και το γενετικό του υλικό είναι εκατονταπλάσιο του συνόλου των ανθρώπινων γονιδίων. «Μιλάμε δηλαδή για μια πολυμικροβιακή κοινότητα με την οποία συμβιώνουμε καθημερινά, ελάχιστα κατανοημένη μέχρι σήμερα», σημείωσε η καθηγήτρια, προσθέτοντας πως ένα ποσοστό που μπορεί να φτάνει και το 60% αυτών των βακτηρίων δεν μπορεί να καλλιεργηθεί, άρα δεν είναι ορατό και μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε την παρουσία του. Η αναγνώριση έγινε δεκτή με την εξέλιξη των τεχνικών μοριακής βιολογίας και κυρίως τις τεχνικές αλληλούχισης νέας γενιάς, που το Εργαστήριο Μικροβιολογίας του ΑΠΘ διαθέτει εδώ και πάνω από 10 χρόνια.

 

"Mom matters"

Η μητέρα είναι ο κύριος παράγοντας που θα καθορίσει με ποια βακτήρια θα συμβιώσει το παιδί στη διάρκεια της ζωής του. Ο αποικισμός ξεκινάει από την ενδομήτρια ζωή - το λεγόμενο μητρικό αποτύπωμα - ενώ ένα περιβάλλον του ενδομητρίου που θεωρήσαμε μέχρι πολύ πρόσφατα στείρο μικροβίων, αποδείχτηκε ότι έχει χλωρίδα και βακτήρια, που ξεκινούν τον αποικισμό και τη διαμόρφωση του βασικού πυρήνα του μικροβιώματος.

"Μέχρι το τρίτο έτος της ζωής μας έχει διαμορφωθεί ο βασικός πυρήνας του μικροβιώματος", επεσήμανε η κ. Γκιούλα, συμπληρώνοντας πως αυτός διαμορφώνεται μεταξύ άλλων από τον τρόπο τοκετού, τον θηλασμό, τη διατροφή, το περιβάλλον στο οποίο ζει το παιδί και κυρίως τις λοιμώξεις και τη λήψη αντιβιοτικών στα πρώτα τρία χρόνια της ζωής του. Όπως διευκρίνισε, πάντως, και τα μετέπειτα χρόνια μπορούν να υπάρξουν αλλαγές για διάφορους λόγους (αντιβιοτικά, λοιμώξεις, νοσήματα) που θα μπορούσαν μέχρι ένα ποσοστό να αλλάξουν τη σύνθεση του μικροβιώματος.

Μικροβίωμα και ογκολογία

Ο "διάλογος" ανάμεσα στα βακτήρια του μικροβιώματος και στο ανοσιακό μας σύστημα καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το ανοσιακό σύστημα θα "εκπαιδευτεί" από τα βακτήρια για να μπορεί να αναγνωρίσει τα παθογόνα, προκειμένου να τα αντιμετωπίσει. Αυτό έχει μεγάλη σημασία και στην ογκολογία, όπως παρατήρησε η μικροβιολόγος.

Πρωταγωνιστής του μικροβιώματος είναι το παχύ έντερο. Η αναλογία συγκεκριμένων ειδών βακτηρίων παίζει καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση διάφορων νοσημάτων, σε λοιμώξεις, στον εμβολιασμό και στην παχυσαρκία. Ένας άλλος δείκτης καθοριστικός για την ευβίωση της περιοχής είναι η ποικιλομορφία του εντερικού μικροβιώματος.

Η σχέση του μικροβιώματος με την ογκολογία, όπως εξήγησε η κ.Γκιούλα, ξεκινάει κυρίως από τη σύνδεσή του με το ανοσοποιητικό σύστημα. Εργασία του 2022 ανέδειξε το πώς το μικροβίωμα μπορεί να συνεισφέρει στην καρκινογένεση, να επηρεάσει την ανοσοεπιτήρηση του όγκου και την ανοσοθεραπεία "Η κατανόηση των σχέσεων και των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα βακτήρια του μικροβιώματος και τον ξενιστή επηρεάζει την υγεία και τη νόσο και φαίνεται ότι τα επόμενα χρόνια θα επιφέρει ίσως και την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών στρατηγικών που θα έχουν στόχο όπως λέει το paper το μικροβίωμα", ανέφερε.

Άλλη μελέτη, πολύ πρόσφατη, συνδέει την ανάπτυξη και εξέλιξη του καρκίνου του παχέος εντέρου με ένα συγκεκριμένο βακτήριο, το fusobacterium nucleatum. Αυτό κανονικά δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί (είναι gramm- αναερόβιο βακτήριο της στοματικής κοιλότητας), και η παρουσία του είναι δυστυχώς πολύ σημαντική στην καρκινογένεση μέσω συγκεκριμένου μηχανισμού. Πολλές ακόμη μελέτες στη βιβλιογραφία αναφέρουν πληθώρα βακτηρίων που φαίνεται ότι συμμετέχουν στην εξέλιξη διάφορων τύπων καρκίνου, ενώ άλλες αναδεικνύουν τη σχέση του μικροβιώματος με αιματολογικές κακοήθειες.

Έχει ήδη ολοκληρωθεί η μελέτη του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας του ΑΠΘ, σε συνεργασία με τη Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών στο νοσοκομείο "Γ. Παπανικολάου", η οποία ανέδειξε ότι η μεγάλη ποικιλλομορφία βακτηρίων στην περίοδο πριν τη μεταμόσχευση αλλογενών αιμοποιητικών κυττάρων συσχετίζεται με χαμηλότερα ποσοστά θανάτων στους ασθενείς αυτούς.

Τρόποι παρέμβασης

Το ερώτημα είναι αν και σε ποιο βαθμό μπορούμε να παρέμβουμε, τροποποιώντας το μικροβίωμα, που όπως ειπώθηκε έχει διαμορφωθεί ως προς το βασικό του πυρήνα μέχρι το τρίτο έτος της ηλικίας μας.

Διευκρινίζοντας πως πρέπει να σταθούμε πολύ κριτικά στο θέμα, η κ. Γκούλα σημείωσε πως θεωρητικά μπορεί να γίνει τροποποίηση δίαιτας και επηρεασμός του μικροβιώματος με την χορήγηση προβιοτικών σε συνδυασμό με πρεβιοτικά.

"Για κάποια είδη όπως ο καρκίνος του παχέος εντέρου και το μελάνωμα υπάρχουν συστάσεις για χορήγηση συγκεκριμένων προβιοτικών. Το ερώτημα όμως είναι ποια συγκεκριμένα βακτήρια θα πρέπει να χορηγήσουμε, σε ποιον ασθενή, για πόσο και σε τι ποσό. Γιατί μιλάμε για ζωντανούς μικροοργανισμούς και υπάρχει περίπτωση να έχουμε αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό το οποίο επιθυμούμε", τόνισε για να προσθέσει: "Τελικά, ο στόχος είναι να βρούμε βακτήρια - βιοδείκτες που θα μας πουν ότι ο ασθενής μάλλον θα εξελιχθεί δυσμενώς ή όχι και από την άλλη να πούμε ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε, γιατί πλέον μιλάμε για την υψηλότατη βαθμίδα της εξατομικευμένης ιατρικής και της ιατρικής ακριβείας".

Καταλήγοντας, η καθηγήτρια εκτίμησε πως η εξελίξεις στον συγκεκριμένο τομέα τρέχουν τόσο γρήγορα που σύντομα θα υπάρχουν εξελίξεις που δεν θα αφορούν τα προβιοτικά, αλλά φάρμακα που θα περάσουν από κλινικές μελέτες και έγκριση.


Λιπώδης Διήθηση του Ήπατος: Επιβλαβής και για τον Εγκέφαλο Σύμφωνα με Νέα Μελέτη

 Μία νέα έρευνα που εξέτασε τη σύνδεση ανάμεσα στη λιπώδη διήθηση του ήπατος και τη λειτουργία του εγκεφάλου, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η συσσώρευση λίπους στο ήπαρ μπορεί να προκαλέσει μείωση του οξυγόνου στον εγκέφαλο και φλεγμονή στους εγκεφαλικούς ιστούς, παράγοντες οι οποίοι έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο για σοβαρές παθήσεις του εγκεφάλου.

Σήμερα, περίπου το 25% του πληθυσμού έχει λιπώδη διήθηση του ήπατος, ενώ στους παχύσαρκους ασθενείς το αντίστοιχο ποσοστό υπερβαίνει το 80%. Προηγούμενες μελέτες είχαν συνδέσει επίσης την ανθυγιεινή διατροφή με διάφορες διαταραχές στη λειτουργία του εγκεφάλου, ωστόσο αυτή είναι η πρώτη έρευνα που συνδέει καθαρά τη λιπώδη διήθηση του ήπατος με έκπτωση της λειτουργίας του εγκεφάλου, προσφέροντας παράλληλα ένα νέο θεραπευτικό στόχο.

Στα πλαίσια της μελέτης τους, οι επιστήμονες εξέτασαν δύο ομάδες πειραματοζώων (ποντικών). Η πρώτη ομάδα έκανε διατροφή με περιεκτικότητα σε λίπος κάτω από 10%, ενώ στη δεύτερη ομάδα η περιεκτικότητα της δίαιτας σε λίπος ήταν πάνω από 55%.

Μετά από 16 εβδομάδες, οι επιστήμονες έκαναν μία σειρά εξετάσεις στα ποντίκια προκειμένου να εξετάσουν την υγεία του ήπατος και του εγκεφάλου. Όπως παρατήρησαν, όλα τα ποντίκια που έκαναν υψηλή κατανάλωση λιπών είχαν παρουσιάσει παχυσαρκία, λιπώδη διήθηση του ήπατος, ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη και δυσλειτουργίες του εγκεφάλου.

Η έρευνα έδειξε επίσης ότι ο εγκέφαλος των ποντικών με λιπώδη διήθηση του ήπατος είχε επίσης χαμηλότερα επίπεδα οξυγόνου. Περαιτέρω εξετάσεις έδειξαν ότι το φαινόμενο αυτό αποδίδεται στη μείωση του αριθμού και της διαμέτρου των εγκεφαλικών αγγείων, τα οποία μεταφέρουν λιγότερο οξυγόνο στους ιστούς. Επιπλέον, σε ορισμένα κύτταρα, η κατανάλωση οξυγόνου ήταν υψηλότερη εξ’ αιτίας της φλεγμονής στον εγκέφαλο. Τα ποντίκια αυτής της ομάδας είχαν επίσης περισσότερα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης.

Τα ποντίκια της ομάδας ελέγχου δεν παρουσίασαν λιπώδη διήθηση του ήπατος ούτε αντίσταση στην ινσουλίνη, είχαν φυσιολογική συμπεριφορά και ο εγκέφαλός τους ήταν απόλυτα υγιής.

«Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι η συσσώρευση λίπους στο ήπαρ μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του εγκεφάλου. Μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις οι βλάβες στον εγκέφαλο επιδεινώνονται σταδιακά για αρκετό καιρό μέχρι τελικά να γίνουν αντιληπτές από τους ασθενείς», υποστήριξαν οι συγγραφείς.

Θέλοντας να εξετάσουν αν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές επιδράσεις της λιπώδους διήθησης στον εγκέφαλο, οι επιστήμονες τροποποίησαν τα επίπεδα της πρωτεΐνης MCT1 σε μία ομάδα ποντικών. Η πρωτεΐνη αυτή εμπλέκεται στη μεταφορά ενέργειας και είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική λειτουργία αρκετών κυττάρων.

Στα ποντίκια που είχε περιοριστεί η έκφραση της παραπάνω πρωτεΐνης δεν παρατηρήθηκε συσσώρευση λίπους στο ήπαρ ούτε διαταραχές της λειτουργίας του εγκεφάλου, παρά το γεγονός ότι έκαναν διατροφή με υψηλά λιπαρά.

«Από το πείραμα αυτό διαπιστώσαμε ότι η MCT1 παίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην εμφάνιση λιπώδους διήθησης όσο και στις διαταραχές του εγκεφάλου που προκαλεί η τελευταία. Κατά συνέπεια, αποτελεί πιθανώς ένα θεραπευτικό στόχο για την ανάπτυξη φαρμάκων», υποστήριξαν οι συγγραφείς.

«Η έρευνά μας δείχνει για ακόμα μία φορά ότι είναι σημαντικό να περιορίσουμε τη ζάχαρη και το λίπος στη διατροφή μας προκειμένου να προστατεύσουμε όχι μόνο το ήπαρ αλλά και την υγεία του εγκεφάλου», καταλήγει η ομάδα.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Hepatology.



Τα αντισώματα κατά της Covid-19 στη μύτη είναι πιο βραχύβια από ό,τι στο αίμα και αυτό διευκολύνει τις επαναλοιμώξεις


Τα αντισώματα που παράγονται στη μύτη μειώνονται σημαντικά εννέα μήνες μετά τη λοίμωξη Covid-19, ενώ εκείνα στο αίμα διαρκούν τουλάχιστον έναν χρόνο. Τα αντισώματα στη μύτη είναι ακόμη πιο βραχύβια κατά της παραλλαγής Όμικρον του κορονοϊού. Εξάλλου, μολονότι τα υπάρχοντα εμβόλια αυξάνουν τα αντισώματα στο αίμα, δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά όσον αφορά την παραγωγή αντισωμάτων στη μύτη, ενώ και οι ενισχυτικές δόσεις δεν βοηθούν πολύ σε αυτό, κάτι που εξηγεί σε έναν βαθμό τις επαναλοιμώξεις από κορονοϊό, ακόμη και μεταξύ των εμβολιασμένων.

Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα μίας νέας βρετανικής επιστημονικής έρευνας από επιστήμονες του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου και του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Βιοϊατρικής eBioMedicine. Η μελέτη αφορούσε 446 ανθρώπους που είχαν νοσηλευθεί με σοβαρή Covid-19 και στη συνέχεια ελήφθησαν δείγματα έξι μήνες και ένα έτος μετά την ανάρρωσή τους, τόσο πριν όσο και μετά τον εμβολιασμό τους. Στόχος ήταν να υπολογιστεί πόσο καλά τα αντισώματα εξουδετερώνουν τον κορονοϊό, μεταξύ άλλων την Όμικρον και τα παρακλάδια της.

Τα αντισώματα IgA στη μύτη συνιστούν την πρώτη γραμμή άμυνας κατά της Covid-19 μπλοκάροντας τον κορονοϊό, όταν αυτός εισέρχεται συνήθως μέσω της αναπνευστικής οδού. Αυτά τα αντισώματα είναι πολύ αποτελεσματικά στο να αποτρέψουν τον ιό από το να εισδύσει στη συνέχεια στα κύτταρα, να τα μολύνει και έτσι να προκαλέσει λοίμωξη.

Όμως, οι Βρετανοί επιστήμονες βρήκαν ότι τα ρινικά αντισώματα υπάρχουν σε επαρκείς ποσότητες μόνο σε όσους έχουν μολυνθεί πρόσφατα. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί, μετά από ένα χρονικό διάστημα μερικών μηνών, όσοι είχαν αναρρώσει από Covid-19 κινδυνεύουν να μολυνθούν ξανά, ιδίως από την Όμικρον και τις υποπαραλλαγές της. Ο εμβολιασμός, σύμφωνα με την έρευνα, είναι πολύ αποτελεσματικός στη δημιουργία και ενίσχυση των αντισωμάτων στο αίμα, κάτι που αποτρέπει τη σοβαρή νόσο, αλλά έχει πολύ μικρή επίδραση στα επίπεδα των αντισωμάτων IgA στη μύτη.

«Πριν τη μελέτη μας ήταν ασαφές πόσο διαρκούν αυτά τα σημαντικά ρινικά αντισώματα. Η έρευνά μας βρήκε διαρκείς ανοσιακές αντιδράσεις μετά από λοίμωξη και εμβολιασμό, αλλά τα ρινικά αντισώματα-κλειδιά είναι πιο βραχύβια σε σχέση με εκείνα του αίματος. Ενώ τα αντισώματα στο αίμα βοηθούν να προστατευθεί κάποιος από τη νόσο, τα ρινικά αντισώματα μπορούν να εμποδίσουν τελείως τη λοίμωξη. Αυτό μπορεί να αποτελεί έναν βασικό παράγοντα πίσω από τις επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις με κορονοιό και τις νέες παραλλαγές του», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Φελίσιτ Λίου του Imperial.

Οι ερευνητές τόνισαν την ανάγκη η επόμενη γενιά εμβολίων να περιλαμβάνει ρινικά ή εισπνεόμενα (εμβόλια) που θα παράγουν τοπικά πιο αποτελεσματικά αντισώματα στη μύτη αλλά και στους πνεύμονες. Όπως ανέφερε ο καθηγητής Πίτερ Όπενσόου του Imperial, «αυτό θα μας βοηθήσει να ελέγξουμε καλύτερα την πανδημία και να σταματήσουμε την ανάδυση νέων παραλλαγών. Τα τωρινά εμβόλιά μας είναι σχεδιασμένα να μειώνουν τη σοβαρή νόσηση και τον θάνατο και πράγματι είναι πολύ αποτελεσματικά σε αυτό. Είναι τώρα, πια, ουσιώδες να αναπτύξουμε επίσης εμβόλια σε ρινικά σπρέι που θα μπορούν να παρέχουν καλύτερη προστασία έναντι της λοίμωξης. Είναι θαυμάσιο που χάρη στα σημερινά εμβόλια λιγότεροι άνθρωποι αρρωσταίνουν βαριά, αλλά θα ήταν ακόμη καλύτερο αν μπορούσαμε σε αποτρέψουμε εξ αρχής να μολυνθούν και να μεταδώσουν τον ιό».

Ο λοιμωξιολόγος δρ Λανς Τερτλ του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ σημείωσε: «Η μελέτη μας δείχνει πως η πρώτη γραμμή ανοσιακής άμυνας στη μύτη είναι ξεχωριστή από άλλες ανοσιακές αποκρίσεις και μολονότι αυξάνεται από τον εμβολιασμό και τη λοίμωξη διαρκεί περίπου μόνο εννέα μήνες. Τα ενισχυτικά εμβόλια μπορούν να την αυξήσουν ελαφρά, ενώ έχουν πιο σημαντική επίπτωση σε άλλες περιοχές της ανοσίας».

Νέα Θετικά Δεδομένα για τον Καφέ: Μειώνει τον Κίνδυνο Καρδιαγγειακής Νόσου


 Η κατανάλωση 2-3 ποτηριών καφέ την ημέρα συνδέεται με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας νέας έρευνας που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο περιοδικό European Journal of Preventive Cardiology

Η παρατήρηση αυτή μάλιστα αφορά όλα τα είδη καφέ, όπως τόνισε η επιστημονική ομάδα, ακόμα και αυτά που δεν περιέχουν καφεΐνη.

«Στη μελέτη μας όλα τα είδη καφέ συνδέθηκαν με μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια. Από τα αποτελέσματα της μελέτης μας είναι σαφές ότι η χαμηλή ή μέτρια κατανάλωση καφέ μπορεί να αποτελεί κομμάτι ενός υγιεινού τρόπου ζωής», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Σήμερα, τα δεδομένα για τη σύνδεση ανάμεσα στα διάφορα είδη καφέ και την καρδιαγγειακή λειτουργία είναι πολύ περιορισμένα. Η παρούσα μελέτη θέλησε να καλύψει το παραπάνω κενό και για το λόγο αυτό εξερεύνησε τη σύνδεση ανάμεσα στα διάφορα είδη καφέ και τον κίνδυνο εμφάνισης αρρυθμίας ή καρδιαγγειακής νόσου, με βάση δεδομένα από τη βάση UK Biobank, στην οποία συμμετέχουν ενήλικες ηλικίας 40-69 ετών.

Στην έρευνα εξετάστηκαν συνολικά δεδομένα για 449.563 ενήλικες χωρίς ιστορικό αρρυθμίας ή άλλων καρδιαγγειακών παθήσεων. Η μέση ηλικία των εθελοντών ήταν τα 58 χρόνια και το 55.3% ήταν γυναίκες. Κάθε εθελοντής συμπλήρωσε ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο ανέφερε πόσα ποτήρια καφέ έπινε καθημερινά καθώς και το είδος του καφέ που έπινε.

Ακολούθως οι επιστήμονες χώρισαν τους εθελοντές σε 6 κατηγορίες ανάλογα με την κατανάλωση καφέ σε καθημερινή βάση:

  • Κανένα ποτήρι
  • Λιγότερο από 1 ποτήρι
  • 1 ποτήρι
  • 2-3 ποτήρια
  • 4-5 ποτήρια
  • 5 ή περισσότερα ποτήρια

Οι περισσότεροι εθελοντές έπιναν στιγμιαίο καφέ (44.1%), το 18.4% έπινε αλεσμένο καφέ, ενώ το 15.2% ντεκαφεϊνέ. Συνολικά 100.510 εθελοντές δεν έπιναν καθόλου καφέ και αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου.

Οι επιστήμονες συνέκριναν τα ποσοστά αρρυθμίας, καρδιαγγειακής νόσου και θανάτου ανάμεσα στις ομάδες κατανάλωσης καφέ, μετά την προσαρμογή για μία σειρά παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα, η παχυσαρκία, η αρτηριακή πίεση, ο διαβήτης, η αποφρακτική υπνική άπνοια, το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ ή τσαγιού. Η μέση διάρκεια παρακολούθησης του κάθε ασθενούς ήταν τα 12.5 χρόνια.

Συνολικά περίπου 27.809 εθελοντές (6.2%) κατέληξαν κατά τη διάρκεια της μελέτης. Όλα τα είδη καφέ συνδέθηκαν με μειωμένο κίνδυνο θανάτου από όλα τα αίτια. Μάλιστα, η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε σε όσους έπιναν 2-3 ποτήρια καφέ την ημέρα. Οι εθελοντές αυτοί, συγκριτικά με αυτούς που δεν έπιναν καθόλου καφέ είχαν:

  • 14% μειωμένο κίνδυνο θανάτου αν έπιναν ντεκαφεϊνέ
  • 27% μειωμένο κίνδυνο θανάτου αν έπιναν αλεσμένο καφέ
  • 11% μειωμένο κίνδυνο θανάτου αν έπιναν στιγμιαίο καφέ

43.173 εθελοντές (9.6%) διαγνώστηκαν με καρδιαγγειακή νόσο κατά τη διάρκεια της μελέτης. Όλα τα είδη καφέ συνδέθηκαν με μείωση στον κίνδυνο καρδιαγγειακή νόσου. Και πάλι, το χαμηλότερο κίνδυνο είχαν αυτοί που έπιναν 2-3 ποτήρια καφέ την ημέρα, ποσότητα η οποία συνδέθηκε με 6%, 20% και 9% μειωμένο κίνδυνο για όσους έπιναν ντεκαφεϊνέ, αλεσμένο ή στιγμιαίο καφέ, αντίστοιχα.

30.100 εθελοντές (6.7%) διαγνώστηκαν με αρρυθμία κατά τη διάρκεια της έρευνας. Από τις αναλύσεις της επιστημονικής ομάδας διαπιστώθηκε ότι μόνο ο στιγμιαίος και ο αλεσμένος καφές συνδέονται με μειωμένο κίνδυνο αρρυθμιών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κολπική μαρμαρυγή. Συγκριτικά με αυτούς που δεν έπιναν καθόλου καφέ, αυτοί που έπιναν 4-5 ποτήρια αλεσμένου καφέ είχαν 17% μειωμένο κίνδυνο της παραπάνω επιπλοκής, ενώ αυτοί που έπιναν ίδια ποσότητα στιγμιαίου καφέ είχαν 12% μειωμένο κίνδυνο.

«Η καφεΐνη είναι το πιο γνωστό συστατικό του καφέ, ωστόσο το ρόφημα περιέχει περισσότερες από 100 βιολογικά ενεργές ουσίες. Πιθανώς κάποιες από αυτές τις ουσίες μειώνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Από τα αποτελέσματα της μελέτης μας φαίνεται ότι η χαμηλή ή μέτρια κατανάλωση καφέ μπορεί να αποτελεί κομμάτι μίας υγιεινής διατροφής», καταλήγουν οι συγγραφείς.

Η Ώρα των Γευμάτων Δεν Επηρεάζει την Απώλεια Βάρους Σύμφωνα με Νέα Μελέτη


Συζητείται καιρό τώρα ότι η κατανάλωση των περισσοτέρων θερμίδων το πρωί βοηθά στην απώλεια βάρους καθώς έτσι οι θερμίδες καίγονται ευκολότερα. 

Σύμφωνα με μία νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό Cell, η πεποίθηση αυτή είναι λανθασμένη, καθώς η ώρα που καταναλώνουμε μία ποσότητα θερμίδων δεν επηρεάζει τον τρόπο που ο οργανισμός θα μεταβολίσει τις θερμίδες. Ωστόσο, η ίδια έρευνα παρατήρησε ότι αυτοί που καταναλώνουν το μεγαλύτερο γεύμα της ημέρας το πρωί έχουν μειωμένη όρεξη κατά τη διάρκεια της ημέρας, γεγονός που μπορεί να διευκολύνει την απώλεια βάρους.

«Σήμερα υπάρχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με την ώρα που πρέπει να καταναλώνουμε τα γεύματα αν θέλουμε να διευκολύνουμε την απώλεια βάρους. Οι θεωρίες αυτές βασίζονται κυρίως στον κιρκαδικό ρυθμό, ωστόσο αρκετοί διατροφολόγοι δεν συμφωνούν με αυτές. Στην έρευνά μας αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε πως επηρεάζεται ο μεταβολισμός από την ώρα της ημέρας», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Στα πλαίσια της μελέτης τους, οι επιστήμονες εξέτασαν συνολικά 30 υπέρβαρους ή παχύσαρκους εθελοντές (16 άνδρες και 14 γυναίκες). Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε 2 ομάδες, εκ των οποίων η πρώτη έκανε διατροφή με τις περισσότερες θερμίδες το πρωί, ενώ η δεύτερη κατανάλωνε τις περισσότερες θερμίδες το βράδυ. Οι δίαιτες αυτές είχαν 30% περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, 35% σε υδατάνθρακες και 35% σε λίπη. Μετά από ένα κενό μίας εβδομάδας, οι εθελοντές άλλαξαν ομάδες και έκαναν ξανά τις δίαιτες για άλλες 4 εβδομάδες. Με τον τρόπο αυτό, ο κάθε εθελοντής ήταν δυνατό να αποτελέσει την ομάδα ελέγχου για τον εαυτό του.

Από την ανάλυση των δεδομένων, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι η κατανάλωση ενέργειας και η απώλεια βάρους ήταν ίδια, ανεξαρτήτως της ώρας που γινόταν το μεγαλύτερο γεύμα. Οι εθελοντές έχασαν κατά μέσο όρο 3 κιλά στο διάστημα των 4 εβδομάδων ανεξαρτήτως αν έκαναν το μεγάλο γεύμα το πρωί ή το βράδυ.

Ένα δευτερεύον τελικό σημείο της έρευνας ήταν η ρύθμιση της όρεξης, ο γλυκαιμικός έλεγχος και η σύσταση του σώματος. Όπως ανέφερε η επιστημονική ομάδα, οι εθελοντές που έτρωγαν το μεγάλο γεύμα το πρωί είχαν μειωμένη όρεξη κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το γεγονός αυτό πιθανώς θα είχε χρησιμότητα στις προσπάθειες για απώλεια βάρους στον πραγματικό κόσμο.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η μελέτη τους προσφέρει σημαντικά δεδομένα τα οποία θα μπορούσαν ίσως να εφαρμοστούν και σε άλλες δίαιτες, όπως η διαλειμματική νηστεία, προκειμένου να προσδιοριστεί ποια είναι η καλύτερη ώρα για την κατανάλωση των θερμίδων.

Η ομάδα έχει ξεκινήσει ήδη μία νέα μελέτη στην οποία θα εξετάσει εθελοντές που δουλεύουν με κυλιόμενο ωράριο. Καθώς ο κιρκαδικός ρυθμός είναι διαφορετικός σε αυτά τα άτομα, ενδεχομένως θα υπάρχει διαφοροποίηση των αποτελεσμάτων σε σχέση με την παρούσα μελέτη.

«Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει μία δίαιτα που είναι ιδανική για όλους. Οι έρευνες αυτού του είδους μάς βοηθούν να κατανοήσουμε ποια είναι η καλύτερη διατροφή για τον καθένα από εμάς», καταλήγει η μελέτη.